- ῥιψοκινδυνευσία
- ῥιψοκινδῡν-ευσία, ἡ,A fool-hardiness, Ptol.Tetr.182.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ριψοκινδυνευσία — ἡ, Α το να παραβλέπει κανείς τον κίνδυνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥιψοκίνδυνος, μέσω αμάρτυρου *ριψοκινδυνευτής] … Dictionary of Greek
ριψοκινδυνία — ἡ, Α [ριψοκίνδυνος] η ῥιψοκινδυνευσία* … Dictionary of Greek